η διάσπαση της τασιηνόπιττας (κυπριακόν σάι-φάι)

Ο Κοκής δεν μπορούσε να φανταστεί την ώρα που εγόραζεν την τελευταία τασιηνόπιτταν που τον Σίφφουναν για το τι θα ακολουθούσε. 

Εν τα πάει καλά με τις τασιηνόπιττες, εν ιδιότροπος, θέλει τες λλίον στεγνές αλλά χωρίς πολλύν ψουμίν ειδικά στο κέντρον αλλά ούτε τζαι στότσιν, λλίον κατσουριστές στην περιφέρειαν αλλά να μεν πετάσσουνται λουβούθκια την ώραν που την δακκάνει, τζαι ναν περίπου το ίδιον πάχος παντού. Α τζαι να μεν εν ζαχαρωμένες, να κοκκαλιέται η ζάχαρη, έλεος ρε κουμπάρε.

Δεδομένου ότι ελείψαν όμως οι λουκανικόπιττες ήταν η καλλύττερη επιλογή. Τι να περιμένεις η ώρα 10 το πρωί που οι πρωινές εγίναν γιάομαν τζαι ακόμα να φκάλουν τις δειλινές. Πρέπει ναν τούτη η νεκρή ώρα για τα αλμυρά στους φούρνους που ακούεις. Πιάννει την με το σιέριν του τζαι σύρνει την μες το χάρτινο σακκούλλι πριν την αρπάξει άλλος, ποττέ του εν εκατάλαβε τι εξυπηρετούν οι λαβίδες. Η καθώς πρέπει χωραΐτισσα που δίπλα εθκιάλεεν διάφορα μίνι αλμυρά τζι έβαλλεν τα μες το δισκούιν της ζυγισμένα-στοιχισμένα, είδεν τον με το μισόν της: "άμπα τζαι τολμήσεις να την βάλεις πίσω ρε χώρκατε τωρά που έντζισες με τα ξερά σου", αλλά ο Κοκής έκοψέν της το: "εννά την φάω ρα μαλακισμένη γιατί να μεν την πιάω με τα ξερά μου"; Ευτυχώς τα πιο πάνω αγαπητέ αναγνώστη αυτού του μπλογκ ειπώθηκαν μόνο στο μυαλό τους γιατί η γεωργιανή διευθύντρια του καταστήματος θα τα έβρισκε σκούρα αν έπιαννεν τον Κοκήν η πελλάρα του.

Έπιαεν την για τη δουλειάν γιατί εν επρόλαβεν να κάμει σάντουιτς τζι επήεν οδοντογιατρό εκτάκτως για απονεύρωση. Εψές εν ετζοιμήθηκε που τον πόνο τζαι σε συνδυασμό με την ξυλοκαΐνην τζαι την πυράν ήταν σε μιαν κατάστασιν νάρκωσης. Κάτι σαν το χασισούιν που κάμνει μέσα-μέσα, σιγά το πράμαν μεν ξιππάζεστε που ένας κυβερνητικός κάμνει τσιγαριλλίκκια αλλά έννεν της ώρας να σας αναλύσω την άποψή του Κοκή για την αποποινικοποίηση της μαριχουάνας. Προέχουν άλλα πιο σημαντικά τωρά.

Στο γραφείον είπεν να παίξει τον καλό αφού άρκησε τζιόλας οπότε εμοίρασεν την, εφαούσιασε την μισή τζι έβαλεν την άλλη μισή στο πιάτο με έναν μασιέριν δίπλα (έτσι μιάλες τασιηνόπιττες ταΐζουν πέντε πλάσματα ακούεις στην Αφρική, άκουσεν ο Κοκής στο ράδιο τζι έππεσεν η μασέλλα του). Πάει λοιπόν ο Γιαννής ο συνάδελφος τζαι ξαναμοιράζει την καταβροχθίζοντας το έναν τεταρτημόριο της τασιηνόπιττας. Είναι άγραφος νόμος του κάθε γραφείου αν έσιει κάτι μες το πιάτο τζαι θέλεις να φάεις, να μείνει τουλάχιστον το μισό για τους άλλους συναδέλφους. Πάει ο Κωστής τζαι κάμνει το ίδιον, έναν όγδοο δηλαδή, η Μαίρη, η Ευδοκία, η Γιώτα, ο Γιώρκος, άπαιχτη η τασιηνόπιττα ρε Κοκή μα πόθθεν ένι; Σίφφουνας κοπέλια, ωραίος!

Η λογική όμως λαλεί ότι εν μπορείς να μοιράζεις κάτι επ' άπειρον. Έρκεται μια στιγμή που μηνίσκει έναν τόσο μικρό κομμάτι τασιηνόπιττας, έναν μόριον, έναν άτομον τασιηνόπιττας που εν πολλά δύσκολο να το μοιράσεις στα θκυο, είπεν το πρώτος ο Παρμενίδης.

Ο Κοκής ξέρει ότι εν δύσκολο αλλά ήταν η σειρά του να κόψει. Πιάνει λοιπόν το μασιέριν, επιστρατεύκει ούλλην του την αδρεναλίνην τζαι συγκεντρώνεται στο να διασπάσει τον τελευταίον πυρήναν του τελευταίου ατόμου της τασιηνόπιττας. Εν καταδρωμένος αλλά αποφασισμένος. Ο Κωστής που εκατάλαβεν τι επήεννε να κάμει εφώναξεν του "ρε Κοκή κόψε τις μαλακίες!" αλλά ήταν πολλά αργά.